- ὑποβιβασμός
- ὑποβιβασμόςa carrying off downwardsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβιβασμός — ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ [υποβιβάζω] νεοελλ. μσν. η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῑκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση») 2 … Dictionary of Greek
υποβιβασμός — ο 1. χαμήλωμα, κατέβασμα, υποβίβαση. 2. μτφ., μείωση, ελάττωση, ταπείνωση: Υποβιβασμός του ταγματάρχη σε λοχαγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποβιβασμοῦ — ὑποβιβασμός a carrying off downwards masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβιβασμῷ — ὑποβιβασμός a carrying off downwards masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβιβασμόν — ὑποβιβασμός a carrying off downwards masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπόρνευση — η 1. παρακίνηση σε πορνεία 2. πτώση, υποβιβασμός σε κατάσταση ανάλογη με τής πορνείας («εκπόρνευση τών ιδανικών, τού λειτουργήματος κ.λπ.») … Dictionary of Greek
κατέβασμα — το [κατεβάζω] 1. πορεία προς τα κάτω, κατάβαση, κάθοδος («στο κατέβασμα τού βουνού μάς βρήκε η μπόρα») 2. χαμήλωμα («το κατέβασμα τών βλεφάρων») 3. υποτίμηση, υποβιβασμός («το κατέβασμα τών τιμών ζωήρεψε το εμπόριο») 4. μτφ. χάσιμο εκτίμησης,… … Dictionary of Greek
κατεβασμός — ο [κατεβάζω] 1. κατέβασμα 2. υποβιβασμός … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
υποβίβαση — η, Ν [υποβιβάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποβιβάζω, υποβιβασμός … Dictionary of Greek